- γλυκαιμία
- η(ιατρ.), η φυσιολογική ποσότητα σακχάρου που περιέχεται στο αίμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκαιμία — Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να… … Dictionary of Greek
γλυχαιμία — η γλυκαιμία* … Dictionary of Greek
υπεργλυκαιμία — (Ιατρ.). Η αύξηση του σάκχαρου του αίματος πάνω από 1,20% γραμ. Σε φυσιολογική κατάσταση, το επίπεδο γλυκαιμίας κυμαίνεται από 0,85 γραμ. έως 1,20 γραμ. σε κάθε λίτρο αίματος. Ύστερα από γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες, ακόμα και σε φυσιολογικά… … Dictionary of Greek
υπογλυκαιμία — (Ιατρ.). Υπερβολική μείωση του ποσού σακχάρου στο αίμα (κάτω από 70 χιλ.%), που προκαλεί πολύπλοκο σύνδρομο. Συχνότερη αιτία της υ. είναι η θεραπεία με ινσουλίνη, οπότε ο ασθενής καταλαμβάνεται από υπνηλία, που μπορεί να καταλήξει σε… … Dictionary of Greek